- ἱερομηνίαι
- ἱερομηνίαfem nom/voc plἱερομηνίᾱͅ , ἱερομηνίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἱερομηνίᾳ — ἱερομηνίαι , ἱερομηνία fem nom/voc pl ἱερομηνίᾱͅ , ἱερομηνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερομηνία — ἱερομηνία, ἡ (Α) 1. ιερός μήνας κατά τον οποίο τελούνταν μεγάλες εορτές στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια τού οποίου διακόπτονταν οι εχθροπραξίες 2. στον πληθ. αἱ ἱερομηνίαι οι θυσίες που προσφέρονταν κατά τη διάρκεια αυτού τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek